κεκρύφαλος

κεκρύφαλος
κεκρύφαλος: net to confine the hair, Il. 22.469†. (See cut No. 41.)

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κεκρύφαλος — woman s hair net masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεκρύφαλος — Κάλυμμα με το οποίο οι αρχαίες Ελληνίδες σκέπαζαν ή στόλιζαν τα μαλλιά τους. Η συνήθεια είχε ιωνική προέλευση. Ήταν μάλλινο ή μεταξωτό, με ζωηρό χρωματισμό ή και πολύτιμους λίθους. Σε ερυθρόμορφα αγγεία και σε λίγα μελανόμορφα αττικά υπάρχουν… …   Dictionary of Greek

  • κεκρύφαλος — ο το δεύτερο στομάχι των μηρυκαστικών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κεκρυφάλοις — κεκρύφαλος woman s hair net masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεκρυφάλου — κεκρύφαλος woman s hair net masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεκρυφάλους — κεκρύφαλος woman s hair net masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεκρυφάλων — κεκρύφαλος woman s hair net masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεκρυφάλῳ — κεκρύφαλος woman s hair net masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεκρύφαλοι — κεκρύφαλος woman s hair net masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεκρύφαλον — κεκρύφαλος woman s hair net masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεκρυφάλιον — κεκρυφάλιον, τὸ (Α) [κεκρύφαλος] υποκορ. τού κεκρύφαλος* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”